πεπτωκότι

πεπτωκότι
πίπτω
Exc. ex libris Herodiani
perf part act masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επενδίδωμι — ἐπενδίδωμι, (Α) 1. δίνω επί πλέον («πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι» και πεσμένο τόν χτυπώ για τρίτη φορά, τού δίνω και το τρίτο χτύπημα, Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • τρίτος — η, ο / τρίτος, η, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέρτος, θηλ. τέρτα και τερτία, Α 1. αυτός που κατέχει τη θέση μετά τον δεύτερο, ο τελευταίος από τους τρεις 2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τρίτο(ν) (μετά το πρώτο[ν] και το δεύτερο[ν]) κατά τρίτο λόγο, σε τρίτη …   Dictionary of Greek

  • πεπτωκότ' — πεπτωκότα , πίπτω Exc. ex libris Herodiani perf part act neut nom/voc/acc pl πεπτωκότα , πίπτω Exc. ex libris Herodiani perf part act masc acc sg πεπτωκότι , πίπτω Exc. ex libris Herodiani perf part act masc/neut dat sg πεπτωκότε , πίπτω Exc. ex… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”